Γράφει η
Άννα Δαμιανίδη
Φτάσαμε στο Συρράκο Παρασκευή βράδυ μετά από μια κουραστική διαδρομή μέσα στα βουνά.
Τα τελευταία χιλιόμετρα πάνω στα Τζουμέρκα ήταν δύσκολα, σε αρκετά σημεία ο δρόμος έχει φαγωθεί, καθίσει, φύγει και γενικά ταλαιπωρηθεί. Έκανε και ζέστη, φτάσαμε ιδρωμένοι κι όταν παρκάραμε με πολύ κόπο στο στενό πάρκινγκ που έχουν έξω από τα καλντερίμια του χωριού κι ανεβήκαμε στην πλατεία, μακριά επιτέλους από τα αυτοκίνητα και τον κόσμο τους, καθώς μας βρήκε μια δροσιά κι ο πλάτανος θρόισε κι άκουγαν στην πλατεία τα όργανα του πανηγυριού για τον Αη Λια, αχ, πήραμε βαθιά ανάσα και νιώσαμε σαν μετεμψυχώσεις του Κρυστάλλη που είχε βρει επιτέλους τον σταυραητό του. Τι ευτυχία να βρίσκεσαι σε ορεινό χωριό, να μπορείς να καθίσεις στην πλατεία του μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα και ν’ ανασάνεις το αεράκι που σε διαβεβαιώνει ότι ο κόσμος δεν είναι μόνο η ασφυκτική πόλη που σε ζώνει, ούτε καν τα χαμηλά θαλάσσια μέρη με τον κουρασμένο αέρα τους, αλλά έχει κι αυτή τη διάσταση εκεί ψηλά, εδώ ψηλά, παρακαταθήκη κλίματος και αταβιστικής παραμυθίας.
Την προηγούμενη φορά είχα έρθει στο Συρράκο με τα πόδια και το είχα λατρέψει φυσικά. Είχαμε μείνει στους Καλαρρύτες, στο σπίτι της ξαδέρφης μου, είχαμε περάσει μια μαγική βραδιά με πυγολαμπίδες κι είχαμε περπατήσει το επόμενο πρωί σε ένα από τα πιο συγκλονιστικά μονοπάτια που έχω αξιωθεί να περπατήσω στη ζωή μου, μέσα από ένα φαράγγι, περνώντας ένα γεφυράκι...
πάνω από το χείμαρρο Χρούσια (επειδή το νερό κάνει χχρρρσσσσς, λέω εγώ), μια πέτρινη σκάλα, ένα τοπίο αξέχαστης αγριότητας και ταυτόχρονα ηρεμίας. Είχαμε περπατήσει μαζί με τα παιδιά, ήταν τότε μικρά, τρόμαζαν κι ενθουσιάζονταν, κι εμείς μαζί τους το ίδιο. Έβγαζα φωτογραφίες με αναλογική μηχανή, από εκείνες τις απλές που είχα πάντα, ένα σωρό φωτογραφίες που αδικούν φυσικά τα πολυφωτογραφημένα από εξαιρετικούς φωτογράφους Τζουμέρκα. Κάποια στιγμή πάντως θα σκανάρω μερικές σαν μαρτυρία ότι ήμουν κι εγώ εκεί.
Τώρα παρακολουθώ το συνέδριο για τα «100 χρόνια ελεύθερου βίου των περιοχών του Δήμου (Δυτικών Τζουμέρκων) δυτικά των Χρούσια, Καλαρρύτικου, Αράχθου», διότι τα ποτάμια ήταν τα σύνορα στον προηγούμενο διαχωρισμό. Όταν είχα ξανάρθει δεν είχα δει κόσμο, είχαμε καθίσει ένα μεσημέρι μόνο, είχαμε αγοράσει γκλίτσες και είχαμε γυρίσει στους Καλαρρύτες. Τώρα διαπιστώνω ότι γκλίτσες κρατάνε όλοι εδώ, διαρκώς, είναι το σήμα κατατεθέν στα βλαχοχώρια, έτσι αγόρασα άλλη μία και την παίρνω μαζί, αν και δεν περπατάμε.
Το συνέδριο είναι πολύ ενδιαφέρον, χτες έδωσαν οι ομιλητές την εικόνα ενός χωριού του 18ου και του 19ου αιώνα με διασυνδέσεις στη Βενετία και την Τεργέστη, μέχρι τη Βιέννη έφταναν τα προϊόντα του Συρράκου, μαλλί, τυριά, και οι χοντρές κάπες, που είχε προτιμήσει ο Ναπολέων για την εκστρατεία στη Ρωσία. Αυτό το τελευταίο δεν ξέρω αν είναι καλή διαφήμιση βέβαια, αφού η εκστρατεία στη Ρωσία είχε κακό τέλος. Μπορεί να μην είχε προμηθευτεί αρκετές κάπες.
Υπήρξε ένας ομιλητής με θέμα αποκλειστικά το δίκτυο μουλαρόδρομων και μονοπατιών. Εξήγησε τις διαφορές τους, οι μουλαρόδρομοι είναι πιο φαρδιοί, πάνε από πιο μαλακά μέρη, ενώ τα μονοπάτια πιο στενά, πάνε παντού, προορίζονται μόνο για ανθρώπους, άντε και κανένα γαϊδουράκι, ‘βοηθητικό υποζύγιο’, όχι φορτωμένο πολύ βαριά. Νομίζω ότι περπατάει τα μέρη που περιγράφει. Αν τον βρω σήμερα, αν δεν έχει πάρει τα βουνά, πρέπει να του πάρω συνέντευξη.
Το συμπέρασμα είναι ότι τον ένα αιώνα ή δυο που κράτησε η ακμή το Συρράκο δεν ήταν καθόλου ένα απομονωμένα ορεινό χωριό, όπως νομίζουμε, αλλά μια πόλη με επικοινωνία διεθνή.
Πόση φαντασία χρειάζεται, και ξεπέρασμα προκαταλήψεων φυσικά, γιατί έχουμε μάθει να υποτιμούμε τους μουλαρόδρομους, άσε πια τους Βλάχους, για να συλλάβουμε αυτή την εικόνα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου