Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Εξερευνώντας τα δίδυμα διαμάντια της Πίνδου

Μεγάλο αφιέρωμα στα δύο πανέμορφα χωριά των Τζουμέρκων Συρράκο και Καλλαρύτες απ' το ΑΠΕ και την ανταποκρίτριά του Μαίρη Τζόρα

Όλο το αφιέρωμα

 

Περιήγηση στις «αετοφωλιές» της Πίνδου

Στα πανέρμορφα δίδυμα κεφαλοχώρια Συρράκο και Καλλαρύτες

Ένα θαύμα που δημιούργησαν σε αγαστή -από τις ελάχιστες φορές- συνεργασία φύση και άνθρωποι, αποκαλύπτει ο απότομος βράχος του Άη-Γιώργη, στον στενό και ανηφορικό δρόμο από τα Γιάννενα για τις νότιες κορυφές της Πίνδου. Είναι τα δίδυμα κεφαλοχώρια, το Συρράκκο και οι Καλλαρύτες, κτισμένα σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στις πλαγιές του όρους Περιστέρι. 
Στον γκρεμό, στα δεξιά του δρόμου, η Ιερά Μονή Κηπίνας «κολημμένη» -θαρρείς- στη βραχώδη ορθοπλαγιά, είναι ένα απρόσμενο ξάφνιασμα, καθώς από μακριά μοιάζει με περιστεριώνα.Η ιστορική Ιερά Μονή Κηπίνας, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι από τα πιο γραφικά μοναστήρια της Ελλάδας. Κτίστηκε από μοναχούς το 1212 στην εσοχή απόκρημνου βράχου. Η ξύλινη κινητή γέφυρα που βρίσκεται στην είσοδο του Μοναστηριού, παραπέμπει στην εποχή της Τουρκοκρατίας, καθώς για λόγους ασφαλείας, με τη βοήθεια μηχανισμού και μιας...
αλυσίδας, μαζευόταν και έκανε απροσπέλαστο τον ιερό τόπο. Το καθολικό της μονής είναι μια μικρή μονόκλιτη βασιλική, με την οροφή πάνω στους βράχους. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο κοσμούσαν εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και αγίων, όμως το 1997 το Μοναστήρι έγινε στόχος ιερόσυλων, λεηλατήθηκε και έως σήμερα οι θησαυροί του, οι εικόνες, τα αρχεία, δεν έχουν βρεθεί. Μέσα στα βράχια, υπάρχουν δύο κελιά και το αρχονταρίκι, ενώ από τον χώρο πριν τον ναό, μία ξύλινη πόρτα οδηγεί σε μικρό σπήλαιο, το οποίο εξερευνήθηκε το 1956, αλλά δεν είναι προσιτό στον επισκέπτη.Κατά την παράδοση, η Μονή Κηπίνας έπαιξε σημαντικό ρόλο, ως κρυφό σχολείο επί Τουρκοκρατίας, χρησιμοποιήθηκε ως φρούριο λόγω της δυσπρόσιτης θέσης της, ενώ στην απελευθέρωση της Ηπείρου (1912-13), λέγεται πως την νύχτα μεταφέρονταν εκεί κρυφά τα όπλα από το «Ελληνικό» και στοιβάζονταν σε κρύπτες. Σήμερα, μία κρύπτη είναι ορατή.

Πάνω στους βράχους
Τα δύο κεφαλοχώρια κρατιούνται πάνω σε βράχους. Τα χωρίζει το φαράγγι του Χρούσια και αντικρίζουν τα Τζουμέρκα. Τα σπίτια τους στριμώχνονται το ένα πλάι στο άλλο και μοιάζουν να ισορροπούν επικίνδυνα, πάνω στις ιλιγγιώδεις πλαγιές.Πετρόχτιστα παραδοσιακά γεφύρια, καλοφτιαγμένα λιθόστρωτα καλντερίμια, εντυπωσιακά διώροφα και τριώροφα αρχοντικά, τόξα και καμάρες, όμορφες εκκλησιές, πέτρινες βρύσες, αναπαλαιωμένοι ξενώνες, παραδοσιακές φιλόξενες ταβέρνες και λαογραφικά μουσεία δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα για τον επισκέπτη.
Συρράκο: Το χωριό των «ραφτάδων» Τα ανθρώπινα χέρια ένωσαν τις ρεματιές της Γκρούνα Μάρε και της Βάλεα Μάρε, με δύο πέτρινα γεφύρια που οδηγούν στο χωριό. Οι τοξωτές καμάρες των γεφυριών, η πελεκητή πέτρα για το οδόστρωμα και τα πεζούλια δίνουν μία πρώτη γεύση για το αρχιτεκτονικό αριστούργημα του οικισμού. Ανάμεσα στα δύο γεφύρια υπάρχει μία πηγή και δίπλα στο ένα από τα δύο οι Συρρακιώτες ξανάχτισαν τον νερόμυλο, που λειτουργούσε με τα νερά του Βάλεα Μάρε.Στην είσοδο του χωριού βρίσκονται πινακίδες, που κατευθύνουν τον επισκέπτη.«Όλοι έχουμε από μια γκλίτσα, έτσι μας έμαθαν, αυτό βρήκαμε. Είναι η παράδοση.Βλέπεις, όλα τα καλντερίμια, είτε ανηφορικά, είτε κατηφορικά, είναι λιθόκτιστα.Η γκλίτσα μάς βοηθά στο περπάτημα» λέει ο Συρρακιώτης Γιάννης Γκαρτζονίκας, εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο η γκλίτσα είναι τόσο δημοφιλής στο χωριό από νέους, γέρους και παιδιά.
Στα δύο «χαγιάτια», που κάποτε γινόταν μεγάλη αγορά, το Αθηναικό Πρακτορείο Ειδήσεων,συναντά τους ηλικιωμένους Συρρακιώτες να κουβεντιάζουν και να αναπολούν.«Ο κόσμος πάντα ασχολείτο με την κτηνοτροφία. Εδώ δεν ευδοκιμούσε κάτι άλλο» λέει ο κ. Γκαρτζονίκας. Όμως, όπως προσθέτει, η οικονομία του χωριού άνθισε επειδή οι Συρρακιώτες ήταν εφευρετικοί και εξελίχθηκαν σε σπουδαίους «ραφτάδες», που τον 18ο και τον 19ο αιώνα κατέκτησαν τις αγορές της Μεσογείου.«Είχαν πρόβατα και γίδια, όμως παράλληλα ασχολήθηκαν με τον εμπόριο.Επεξεργάστηκαν τα μαλλιά των προβάτων, πήγαν στη Μάλτα, την Ιταλίαμ την Ευρώπη γενικότερα. Άρχισαν να φτιάχνουν υφάσματα, σακάκια, παντελόνια και κάπες για τον στρατό και τους ναυτικούς. Λέγεται πως Συρρακιώτες έφτιαξαν 25.000 κάπες για τον στρατό του Ναπολέοντα.Έως το 1821, οπότε το Συρράκο επαναστάτησε με προτροπή του Ι. Κωλέτη, το χωριό αριθμούσε 4.000 κατοίκους. Ο Χουρσίτ Πασάς το έκαψε. Όπως γράφει ο Κ.Κρυστάλλης, 70 χρόνια αργότερα «οι Συρρακιώτες σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους». Το 1823 άρχισαν να επιστρέφουν και τα πρώτα αρχοντικά ξανακτίσθηκαν το 1845. Η μεγάλη ανοικοδόμηση έγινε το 1870, όταν άρχισαν και πάλι να ταξιδεύουν, αυτή την φορά στην Οδησσό και το Παλέρμο.Οι περισσότεροι, στην μεταξύ τους κουβέντα χρησιμοποιούν τη ντοπιολαλιά τους, τα βλάχικα. Πρόκειται για λατινογενές τοπικό ιδίωμα, κατάλοιπο της ρωμαϊκής κατάκτησης, το οποίο χρησιμοποιούσαν και άλλοι πληθυσμοί στα Βαλκάνια. Γι αυτό τα τοπωνύμια φέρουν ανάλογα ονόματα.Αριστερά, το ανηφορικό μονοπάτι οδηγεί στα Μουσεία και το Ηρώο. Το καλοστρωμένο καλντερίμι οδηγεί μέσα στον οικισμό «Γκούρα», την κεντρική αγορά του χωριού.«Γκούρα», στα βλάχικα σημαίνει στόμα. Στην πλατεία, βρίσκεται η μεγαλόπρεπη εκκλησία του πολιούχου των Συρρακιωτών, του Αγίου Νικολάου, με το επιβλητικό καμπαναριό. Δύο θεόρατα πλατάνια και μπόλικα καταστήματα προϊδεάζουν τον ταξιδιώτη ότι πρόκειται για κεφαλοχώρι.Το Συρράκο είναι γενέτειρα μεγάλων προσωπικοτήτων, του πρώτου κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ιωάννη Κωλέτη, του ποιητή και αγωνιστή, Γεωργίου Ζαλοκώστα, καθώς και «του τραγουδιστή του χωριού και της στάνης» και ποιητή-πεζογράφου Κώστα Κρυστάλλη.Το Συράκο διατηρεί την ομορφιά και την γοητεία του όλες τις εποχές του χρόνου.

Καλλαρύτες: Το χωριό των αργυροχρυσοχόων 
Στην πλαγιά, αντικριστά από το Συρράκο, απλώνονται οι Καλλαρύτες. Είναι παραδοσιακό χωριό με φαρδιά καλόστρωτα καλντερίμια, θαυμαστά αρχοντικά, πολλά νερά, υπέροχη κεντρική πλατεία με πολλά ξεχωριστά μαγαζιά και κυρίως, τον περίτεχνο και μεγαλόπρεπο ναό του Αγίου Νικολάου.Σε κάθε σπίτι υπάρχουν εντοιχισμένες πλάκες με χαραγμένα ή ανάγλυφα γράμματα και αριθμούς, που μαρτυρούν την ημερομηνία και το έτος, που κτίστηκε το καθένα.Σε πολλές περιπτώσεις αναγράφεται και το όνομα του ιδιοκτήτη του σπιτιού. Οι αυλόπορτες είναι έργα τέχνης.Όλα τα σπίτια χαρακτηρίζονται από κομψότητα και αρχτεκτονική προσαρμογή στις κλιματολογικές συνθήκες. Η εξωτερική όψη είναι λιτή με λαξευτή τοιχοποιία. Η επίσκεψη στο λαογραφικό Μουσείο, το οποίο βρίσκεται στην κεντρική πλατεία, είναι γνωριμία με την ζωή των Καλλαρυτινών, τους περασμένους αιώνες, την ανθηρή οικονομία του τόπου, τα αριστουργήματα της καλλαρύτικης τέχνης, την καθημερινότητα των ντόπιων.Πρόκειται για ένα από τα χωριά της Ηπείρου που ήκμασε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, λόγω της ενασχόλησης των ανθρώπων με την αργυροχρυσοχοΐα και το εμπόριο.
Η πλατεία των Καλλαρυτών
Χωριό του BVLGARI
 Η ιστορία του οίκου BVLGARI ξεκίνησε από τους Καλλαρύτες. Το 1821, η οικογένεια Βούλγαρη εγκαταλείπει το χωριό, λόγω της καταστροφής του από τους Τούρκους και εγκαθίσταται στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Ένα από τα έντεκα παιδιά της οικογένειας, ο Σωτήρης Βούλγαρης, επηρεασμένος από τον παππού και τον πατέρα του, που ζούσαν από την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας, αποφασίζει να αφήσει πίσω του την Ήπειρο, για να αναζητήσει την τύχη του στην Ιταλία.τη Ρώμη, και συγκεκριμένα στην οδό Via dei Condotti, το έτος 1884, ο Σωτήρης Βούλγαρης στα 24 του χρόνια, ανοίγει το πρώτο κατάστημα BVLGARI με τη βοήθεια συνεταίρου. «Παντρεύοντας» τις δικές του καταβολές αργυροχρυσοχοΐας με τα ιταλικά δεδομένα γίνεται γρήγορα δημοφιλής στους κοσμικούς κύκλους.Το 1905 και η έδρα της επιχείρησής του μεταφέρεται στην Via dei Condotti, όπου δεσπόζει μέχρι σήμερα το ιστορικό κατάστημα. Ακολουθούν υποκαταστήματα σε ολόκληρο τον κόσμο.Τα «δίδυμα» κεφαλοχώρια, χωρίζει το μεγάλο φαράγγι του Χρούσια, εφάμιλλο με εκείνο του Βίκου. Η διαδρομή μέσα στη δύσβατη χαράδρα, διαρκεί μία ώρα και η εμπειρία είναι αλησμόνητη.Κατεβαίνοντας στον Χρούσια, ο επισκέπτης συναντά νερόμυλους και μαντάνια, ενώ η διαδρομή προς τα κάτω απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, γιατί σε πολλά σημεία η ματιά «χάνεται» στη θέα της αβύσσου. Κατηφορίζοντας, μέσα από στενά μονοπάτια που κυριολεκτικά είναι χωμένα μέσα στην οργιώδη βλάστηση και κάτω από θεόρατους βράχους, το τοπίο γίνεται απρόσμενα άγριο και εντυπωσιακό. Μια παλιά σιδερένια γέφυρα οδηγεί στο ποτάμι, τον Καλλαρύτικο. Όταν το μονοπάτι φτάνει στο τέρμα του, μία πέτρινη σκάλα, σηματοδοτεί τη διαδρομή. Σκαμμένη κυριολεκτικά πάνω στο βράχο με αμέτρητα σκαλοπάτια, οδηγεί στα πρώτα σπίτια του χωριού.Η περιήγηση στην περιοχή ανοίγει την όρεξη για φαγητό. Η πρόταση των ντόπιων είναι τσίπουρο με ζυγούρι στην γάστρα, ή προβατίνα στα κάρβουνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου