Γράφει ο Ηλίας Δήμας
Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.
Παν/μίου Αθηνών
Καθηγητής Τ.Ε.Φ.Α.Α.
Παν/μίου Αθηνών
Η ύπαρξη, ποικίλων ορισμών, που κατά καιρούς έχουν αποδοθεί στον όρο «παράδοση» και που αναδεικνύουν τα προβλήματα που σχετίζονται με τον όρο, καθώς επίσης, και οι διαφωνίες των διαφόρων επιστημόνων αναφορικά με τη χρήση του όρου «Φολκλορισμός», αποτέλεσαν και το ερέθισμα για την εννοιολογική αυτή προσέγγιση. Η ενασχόλησή μας επίσης, για περισσότερα από τριάντα χρόνια με τη διδασκαλία των ελληνικών παραδοσιακών χορών επιβάλει την κατάθεση και των προσωπικών θέσεων και απόψεων που σχετίζονται με τις έννοιες των όρων «παράδοση», «παραδοσιακός χορός», «Φολκλορισμός» και «φολκλορικός χορός».
Είναι γεγονός ότι στην μακραίωνη και πολυκύμαντη διαδρομή της Ιστορίας των λαών, υπάρχουν κρίσιμες στιγμές του βίου τους και ειδικότερα μετά από αναστατώσεις που φέρνουν οι διάφοροι πόλεμοι ή σε στιγμές που αισθάνονται την ανάγκη να αποχωριστούν από ένα μεγάλο σύνολο στο οποίο μέχρι τότε ζούσαν. Παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση των Βαλκανικών λαών που ήθελαν να αποχωριστούν από το σύνολο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, οι λαοί αυτοί, αναζητούν πάντοτε και επιδιώκουν να μην απολέσουν την πολιτιστική τους συνέχεια, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα ή ακόμα και αυτόν τον καθορισμό της ταυτότητας τους.
Έτσι φαίνεται να δημιουργείται σ’ αυτούς τους λαούς η επιθυμία διερεύνησης της προϊστορίας τους, - η οποία προφανώς συνδέεται άμεσα με την επιστήμη της αρχαιολογίας - , η αναζήτηση της κοινής προγονικής τους καταγωγής με όλα τα στοιχεία της πολιτιστικής τους κληρονομιάς.
Η επιδίωξη αναζήτησης των στοιχείων του κατά παράδοση πολιτισμού μας, με σκοπό την ανεύρεση ομοιοτήτων μεταξύ σύγχρονης ζωής και αρχαιότητας, ξεκίνησε συστηματικά τη δεκαετία του 1830 με αφορμή τις ανθελληνικές θεωρίες του Fallmerayer. Βέβαια από το έτος 1850 η λαογραφική έρευνα δεν επιζητάει πλέον την αρχαιοποίηση των στοιχείων του λαϊκού μας πολιτισμού, Και αυτό γιατί διαπιστώνει ότι μέσα από τα εξελιγμένα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού αναδεικνύονται οι αρχικές του καταβολές.
Στη συγκέντρωση των στοιχείων του λαϊκού βίου, αποσκοπούσε και η ίδρυση του Λαογραφικού Αρχείου το 1918, το οποίο από το 1926, με την ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών, υπήχθη στη δικαιοδοσία της. Το επόμενο έτος συγχωνεύτηκε στο Λαογραφικό Αρχείο και η Εθνική Μουσική Συλλογή με απώτερο σκοπό την περισυλλογή και διάσωση των τραγουδιών, των χορών και των μουσικών οργάνων του Ελλαδικού χώρου.
Από τότε και μέχρι σήμερα έχουν κατατεθεί περισσότερες από 4.500 συλλογές με λαογραφικό υλικό και περί τις 25.000 ηχογραφήσεις. Για τον ίδιο σκοπό όμως και η Ακαδημία Αθηνών καθιέρωσε από το 1952 διακρίσεις σε συλλογές λαογραφικού υλικού.
Βέβαια τα στοιχεία του πολιτιστικού παρελθόντος δεν παραμένουν σταθερά, αλλά κάθε φορά ανανεώνονται και πλάθονται συνεχώς. Στην αέναη αυτή μετεξέλιξη πολλά στοιχεία του παρελθόντος χάνονται9. Υπάρχουν, όμως, και κάποια άλλα στοιχεία που επιβιώνουν, τα οποία συμμιγνυόμενα με τις νέες πραγματικότητες, θα δώσουν νέες μορφές πολιτιστικής δημιουργίας.
Παράδειγμα αποτελεί το οικοδομικό υλικό των ιστορικών κτιρίων και μνημείων, που χρησιμοποιείται και ενσωματώνεται στις σύγχρονες κατασκευές.
Το πνεύμα λοιπόν της ανανέωσης και κατά συνέπεια της αναδημιουργίας των παλαιών πολιτισμικών στοιχείων εμφανίζεται νομοτελειακά και μάλιστα, όταν πρόκειται για την παράδοση εκείνη που στηρίζεται στον προφορικό λόγο με απώτερο σκοπό σαν συνέπεια αυτής της ανανέωσης και μεταβολής μέσα από την προφορική παράδοση να είναι η αδιάκοπη αναπροσαρμογή του παραδεδομένου.
Στην σύγχρονη εποχή όμως, που η προφορική παράδοση έχει υποχωρήσει έναντι της γραπτής και της ηλεκτρονικής, η ανανέωση και η αναδημιουργία των πολιτιστικών στοιχείων του παρελθόντος παρουσιάζει ασφαλώς μεγαλύτερη στατικότητα.
Μετά από τα ανωτέρω εύλογα δημιουργούνται τα ερωτήματα:
Η αξιολόγηση των πολιτιστικών καταλοίπων του παρελθόντος από ποιους παράγοντες εξαρτάται; Ποιοι είναι οι παράγοντες αυτοί που καθορίζουν την αξία τους και κατά συνέπεια τη διάσωσή τους ή τον αφανισμό τους μέσα στο πέρασμα του χρόνου;
Η αξία των πολιτιστικών στοιχείων του παρελθόντος προσδιορίζεται από το ευρύτερο πλαίσιο της εκάστοτε κοινωνίας και σχετίζεται με οικονομικούς και αισθητικούς παράγοντες, την κοινή άποψη και αντίληψη, το επίπεδο επιστημονικής γνώσης των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και από τη συμβολική τους διάσταση.
Πολιτιστικά στοιχεία π.χ. του παρελθόντος μπορούν να θεωρηθούν αξιόλογα ή μη, ανάλογα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν για το παρελθόν. Η αισθητική αξία επίσης, που προσδίδεται κάθε φορά στις καλές τέχνες - ζωγραφική, μουσική, γλυπτική, αρχιτεκτονική - καθορίζεται από τα αισθητικά πρότυπα της κοινωνίας.
Τέλος, η διατήρηση των πολιτιστικών καταλοίπων του παρελθόντος έχει άμεση σχέση τόσο με την οικονομική τους αξία, που κάθε φορά τους προσδίδεται, όπως για παράδειγμα το εμπόριο αρχαιοτήτων, όσο και με το συμβολικό τους ρόλο που διαδραματίζουν ως σύμβολα του παρελθόντος.
Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω γίνεται φανερό ότι η έννοια της «παράδοσης», ως και της πολιτιστικής κληρονομιάς, μας παραπέμπει άμεσα στο παρελθόν, στα στοιχεία εκείνα του πολιτισμού, τα οποία υπάρχουν σ’ όλες τις κοινωνίες και μεταδίδονται από τη μια γενιά στην άλλη. Ο όρος λοιπόν «παράδοση», αν και εμφανίζεται σχετικά προβληματικός, σύμφωνα με τις απόψεις και τις αντιλήψεις των διαφόρων μελετητών, πιστεύουμε πως είναι ο καταλληλότερος για τον προσδιορισμό των στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού, που μεταδίδονται από τη μια γενιά στην άλλη και στηρίζονται κυρίως στην ανωνυμία και στην προφορικότητα, στην συλλογική μνήμη, στον κοινωνικό έλεγχο, στην συλλογική επεξεργασία και διάδοση και υπόκεινται σε δημιουργική αξιοποίηση.
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της πολιτισμικής συνέχειας και παράδοσης του ελληνικού λαού είναι και ο λαϊκός παραδοσιακός χορός που μαζί με τη μουσική και το τραγούδι αναβιώνεται και αναπαριστάνεται σήμερα, κυρίως από τους πολιτιστικούς συλλόγους, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη παραδοσιακή μορφή. Με τον όρο λοιπόν «παραδοσιακός χορός» αναφερόμαστε στο χορό που διαμορφώθηκε και υιοθετήθηκε από συμβιωτικές κοινωνικές ομάδες, αποτελεί δε αναπόσπαστο στοιχείο της συγκεκριμένης ομάδας και μεταδίδεται άμεσα από τη μια γενιά στην άλλη με διαδικασίες παραδοσιακές, ενώ υπόκειται σε δημιουργική αξιοποίηση. Η χρήση της λέξης «αναπόσπαστο», δηλώνει την μη αποδοχή ενός ξένου χορού, ως παραδοσιακού, που δεν πρόλαβε να ενταχθεί και να μεταδοθεί οπό τη μια γενιά στην άλλη με κοινωνικές διαδικασίες. Στην προκειμένη περίπτωση συγκεκριμένο παράδειγμα που παρατηρήθηκε προπολεμικά με τους ευρωπαϊκούς χορούς (βαλς, ταγκό, κ.λ.π.), οι οποίοι, ενώ χορεύτηκαν για κάποιο χρόνο διάστημα σε ορισμένα χωριά, τελικά για τον ανωτέρω λόγο εξαφανίστηκαν μαζί με τη μουσική τους σύνθεση και τα λόγια των τραγουδιών, τα οποία σε τελική ανάλυση διατηρούνται στη μνήμη των παλαιοτέρων μόνο σαν αμυδρή απήχηση μιας περασμένης μακρινής εποχής.
Το ενδιαφέρον όμως αναζήτησης, διατήρησης, αλλά και προστασίας των στοιχείων του παρελθόντος, που μεταξύ άλλων εκφράζεται και μέσα από το ενδιαφέρον για τη διατήρηση των μνημείων, παρατηρείται και στη σύγχρονη εποχή εξαιτίας των μεγίστων κοινωνικοοικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων, που συντελέστηκαν κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και εξαιτίας της αστικοποίησης του αγροτικού πληθυσμού και των ξένων επιδράσεων18. Οι ραγδαίες αυτές εξελίξεις συντέλεσαν στη σταδιακή υποχώρηση των στοιχείων του λαϊκού μας πολιτισμού.
Η προσπάθεια λοιπόν των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων για την προστασία των πολιτιστικών στοιχείων του παρελθόντος, αλλά και η αγάπη και ο θαυμασμός του ανθρώπου για το παρελθόν, καθώς επίσης και η εξυπηρέτηση εμπορικών - οικονομικών σκοπιμοτήτων, συνέβαλαν στην εξάπλωση των αναπαραστάσεων και των αναβιώσεων των διαφόρων εθίμων της πολιτισμικής μας κληρονομιάς και της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης. Τα έθιμα αυτά, που έχουν χάσει τη λειτουργική και συμβολική τους σημασία, μαζί με τους χορούς και τα τραγούδια, αναπαριστάνονται και αναβιώνονται πολύ συχνά κυρίως από αστικοποιημένα άτομα που διατηρούν συναισθηματικούς δεσμούς με αυτά.
Οι αναβιώσεις και οι αναπαραστάσεις των παραδοσιακών μορφών, αποδίδονται από πολλούς μελετητές και ερευνητές του λαϊκού πολιτισμού με τον όρο «φολκλορισμός», που είναι καθιερωμένος διεθνώς και χρησιμοποιείται σήμερα πολύ συχνά τόσο στις καθημερινές συζητήσεις, όσο και στις διάφορες επιστημονικές μελέτες.
Σχετικά με την έννοια του Φολκλορισμού, υπάρχουν αναφορές στις οποίες ορίζεται ως «η συνειδητή αναβίωση και αναγέννηση των πολιτιστικών στοιχείων του παρελθόντος κυρίως της αγροτικής κοινωνίας». Προσπαθεί δηλαδή ο φολκλορισμός να επαναφέρει στοιχεία και φαινόμενα του πολιτισμού της αγροτικής κυρίως κοινωνίας στη σύγχρονη κοινωνική ζωή, όχι μόνο για να τα καταστήσει λειτουργικό στο βαθμό που είναι κατορθωτό - κάτι δηλαδή που έγινε με τη μουσικοχορευτική μας παράδοση - αλλά και για να τα διατηρήσει και ως μουσειακό είδος, που θα συμβάλλουν στην εθνογνωσία και τη λαογνωσία.
Η λέξη Folklore, με την έννοια των λαϊκών παραδόσεων, επινοήθηκε το 1846 από τον William John Thoms, ενώ το έτος 1950 ο Αμερικάνος Dorson εισήγαγε τον όρο Fakelore, με την έννοια των ψεύτικων παραδόσεων, που επικράτησε σ’ όλη την Αμερική.
Η επινόηση αυτού του νεολογισμού οφειλόταν άμεσα στην τάση των Αμερικανών μελετητών, της δεκαετίας του '40, να συγκεντρώνουν το λαογραφικό τους υλικό όχι με την επιτόπια έρευνα, αλλά από προηγούμενες λογοτεχνικές και δημοσιογραφικές πηγές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διαστρέβλωση και την κακοποίηση των λαϊκών παραδόσεων της Αμερικής, που δεν μπορούσαν ως εκείνη τη στιγμή να προστατευθούν, αφού δεν υπήρχαν ειδικευμένοι μελετητές.
Το πρόβλημα όμως της αλλοίωσης και της νόθευσης των παραδοσιακών αντικειμένων, αλλά και των αναβιώμενων εθίμων και της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης, θέτει και ο καθηγητής της λαογραφίας Μιχ. Γ. Μερακλής στο άρθρο του «ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο FOLKLORISMUS». Για τον περιορισμό λοιπόν των αλλοιώσεων και των νοθεύσεων, κρίνει απαραίτητο ότι «η κάθε «μάσκαρα» που θα οργανωθεί από εδώ και πέρα να στηρίζεται απόλυτα στην τοπική παράδοση, να παίρνει συμβουλές από τους γέρους, να ρωτάει τους γείτονες και να βλέπει τι έγινε σ’ άλλα χωριά». Στο ερώτημα δε, αν θα πρέπει ο φολκλορισμός να διωχθεί, η απάντηση του είναι ότι «ο φολκλορισμός πρέπει να διατηρηθεί και μάλιστα να προπαγανδισθεί.... Οι αναπαραστάσεις, οι αναβιώσεις και οι απομιμήσεις κι όταν ακόμα δεν είναι αυθεντικές ως προς το παρελθόν, ως προς το αρχέτυπο, επειδή όμως συγκινούν πλατιές μάζες, προσφέρουν πολύτιμα στοιχεία για τον σχηματισμό της εθνογνωσίας και της λαογλωσίας μιας χώρας».
Ο Jorge Dias, που βλέπει τον φολκλορισμό σαν ένα καινούργιο φαινόμενο στην Πορτογαλλία, πιστεύει ότι είναι κάτι το νοθευμένο και τεχνητό, που απειλεί τον γνήσιο λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό.
Ο Dragoslav Avtonijevics, επίσης, στο άρθρο του για τον Φολκλορισμό στη Γιουγκοσλαβία, υποστηρίζει ότι το φαινόμενο αυτό ασκεί πολύ μεγάλες επιδράσεις στη σύγχρονη κοινωνία, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε νοθεύσεις και ψευτίσματα της λαϊκής τέχνης. Κατά τον γερμανό λαογράφο Hans Moser η έννοια του φολκλορισμού αναφέρεται στη μεταβίβαση και παρουσίαση του λαϊκού πολιτισμού από δεύτερο χέρι. Εκτός τούτου όμως αφήνει να νοηθεί, ότι αυτό που παρουσιάζει ο φολκλορισμός, κατά ένα μέρος, έχει χαθεί και η λειτουργία του είναι εμπορική.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται, ότι στις εκτιμήσεις των διαφόρων ερευνητών, για το φαινόμενο του Φολκλορισμού, υπάρχουν διαφωνίες. Και αυτό γιατί από τη μια πλευρά είναι εκείνοι που πιστεύουν πως ο Φολκλορισμός είναι κάτι το ψεύτικο και τεχνητό, που απειλεί το γνήσιο λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό, ενώ από την άλλη είναι αυτοί που τον δέχονται και τον υποστηρίζουν.
Με τους ερευνητές εκείνους, που δικαιολογημένα φοβούνται, ότι ο Φολκλορισμός θα φθείρει το γνήσιο λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό, θα συμφωνούσα μαζί τους, εάν πράγματι η ισοπέδωση του δεν ήταν γεγονός και εάν δεν υπήρχε κρίση της συλλογικής δημιουργίας εξαιτίας κυρίως της αστικοποίησης του αγροτικού πληθυσμού. Το γεγονός επίσης, ότι ο αγροτικός πληθυσμός που έχει μεταναστεύσει στα μεγάλα αστικά κέντρα και δεν έχει προς το παρόν αποκτήσει συλλογική συνείδηση, ένα «minimum» κοινωνικής ολοκλήρωσης και κατά συνέπεια ένα καινούργιο πολιτισμό, ενισχύει την προσωπική μας άποψη για την ύπαρξη του Φολκλορισμού. Βέβαια εννοούμε τον Φολκλορισμό εκείνο, που είναι απαλλαγμένος από τις αυθαίρετες επινοήσεις και ανεξέλεγκτες επεμβάσεις που τόσο συχνά παρατηρούνται κυρίως στα διάφορα Φεστιβάλ παραδοσιακού χορού. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει, ότι αναφερόμαστε στην απόλυτη πιστή αναβίωση ή αναπαράσταση των παραδοσιακών μορφών και ειδικότερα της μουσικοχορευτικής μας παράδοσης, η οποία προφανώς με την παλιά της παρουσίαση να μην ικανοποιεί πλέον το ενδιαφέρον και τα αισθητικά γούστα του σύγχρονου κοινού. Αυτό όμως, για παράδειγμα, μπορεί να επιτευχθεί με την κατάλληλη σκηνική παρουσίαση και όχι με τις αυθαίρετες προσθήκες και παρεμβάσεις που επηρεάζουν τα στοιχεία της παράδοσης. Εξάλλου ας μην μας διαφεύγει ότι η νοθεία έτσι και αλλιώς βρίσκει πάντοτε τον τρόπο να εισχωρήσει και η οποία σε τελευταία ανάλυση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πολιτιστικού γίγνεσθαι, της ίδια/ της παράδοσης η οποία δεν είναι κάτι το στατικό και αμετάβλητο, αλλά μια αέναη εξέλιξη.
Τέλος με βάση την εννοιολογική αποσαφήνιση του Φολκλορισμού, από τους διάφορους ερευνητές πιστεύουμε πως μπορούμε να αποδεχτούμε τον όρο «Φολκλορικός χορός» με την έννοια του παραδοσιακού χορού, που αναπαριστάνεται και αναβιώνεται έξω από το αρχικό του περιβάλλον, με διαφορετικές λειτουργίες και τρόπους εκμάθησής του.
Αποσπασμα απο την προσοπικη μου ερευνα στα πλαισια της αναβιωσης της γκαιντας η οποια περιελαμβανε και το ανθρωπολογικο κομματι της συμμετοχικης παρατιρισης ομιλιτης ο καθηγιτης Σαρρης χαριδημος........ Αυτό που δεν είχα καταλάβει είναι ότι ο σύλλογος ήρθε να εξυπηρετήσει την κοινωνική λειτουργία του μαχαλά της γειτονιάς. Οι άντρες είχαν τα καφενεία τους, είχαν τον χώρο τους, δε χρειαζόταν. Οι γυναίκες χρειάζονταν κάτι να λειτουργήσει στη νέα συνθήκη. Έλεγα για το '80 – '90, υπήρχε ένας οργασμός δημιουργίας συλλόγου και έβλεπες οι άνθρωποι να λειτουργούν με όρους φολκλορικούς.Να στήνουν χορευτικά συγκροτήματα, να φτιάχνουν τις φορεσιές, που πολλές από αυτές παντρεύτηκαν με αυτές τις φορεσιές. Μέχρι τη δεκαετία του '60 με αυτές τις φορεσιές παντρεύονταν. Άλλοι να κάνουν εκδρομές, να έρχεται και η τοπική αυτοδιοίκηση και να ενισχύει. Πάρτε λεφτά να κάνετε εκδρομή, πάρτε αυτό εκείνο. Με λίγα λόγια ήτανη εποχή που το τραγούδι και τον χορό το ένταξαν στις διαδικασίες του συλλόγου. Άλλο είναι η μουσική να είναι μέρος της ζωής και άλλο η μουσική να είναι μέρος της παράστασης. Γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι από εδώ και πέρα ουσιαστικά και αυτό εξακολουθεί να γίνεται και σήμερα. Φαντασιώνεται, λειτουργούν σα να βλέπουν τον εαυτό τους στην τηλεόραση. Κρατήστε το αυτό. Γιατί πλέον αυτός που κάνει κουμάντο στην αισθητική και στην επιτέλεση, δεν είναι η κοινότητα και οι αρχές της κοινότητας, αλλά είναι οι όροι οι τηλεοπτικοί οι οποίοι διαμορφώνουν την τηλεόραση. Άρα και το φολκλορικό χορευτικό συγκρότημα και η παράσταση και όλα αυτά γίνονται με την ίδια λογική.
ΑπάντησηΔιαγραφή