Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Ο «εκ Καλαρρυτών» καταγόμενος, Σπυρίδωνας Λάμπρο. Ο Ιστορικός, ο διδάσκαλος, ο μεγάλος Ερευνητής της Ιστορίας του Έθνους. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας!

                                                                                                         Γράφει ο Κώστας Μπαρμπούτης

Πολλοί ήταν εκείνοι που ασχολήθηκαν σε βαθυστόχαστα άρθρα τους, με τον Ηπειρώτη Καθηγητή Σπυρίδωνα Λάμπρο και όλοι εξήραν τη μεγάλη επιστημονική του κατάρτιση το ήθος του, την παρρησία του για την Πατρίδα αλλά και το περισπούδαστο και ανεπανάληπτο συγγραφικό έργο του.
Ο Σπυρίδων Λάμπρος υπήρξε ηγετική μορφή της Πνευματικής ζωής και της Πνευματικής κίνησης κατά τον περασμένο αιώνα. Υπήρξε φυσιογνωμία σπάνιας καλλιέργειας και βαρύτητας.
Γεννήθηκε στις 8 Απριλίου 1851 στην Κέρκυρα, κατάγεται, όμως από τους Καλαρρύτες το χωριό του Επαναστάτη Τουρτούρη και θεωρήθηκε όπως και ήταν Ηπειρώτης.
Στην Κέρκυρα διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα, τη δε εγκύκλιο παιδεία ολοκλήρωσε στην Αθήνα.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσω ότι ο πατέρας του Παύλος Λάμπρος υπήρξε διαπρεπής νομισματολόγος, ευκατάστατος και λόγιος, μερίμνησε πολλαπλώς για την παιδεία των τέκνων του.
Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η Κέρκυρα τότε ήταν πρωτεύουσα του Ιονίου Κράτους και έδρα της Ιονίου Ακαδημίας και προσέτι επειδή γειτνίαζε με την Ευρώπη και δεν είχε υποστεί την Τουρκική Δεσποτεία και ήταν τότε μετά την Αθήνα το σπουδαιότερο πνευματικό Κέντρο του Έθνους, αντιλαμβανόμαστε τις άριστες προϋποθέσεις της παιδευτικής γαλουχήσεως του Σπυρίδωνα Λάμπρου.
Θα προσθέσουμε εδώ ότι νουνός του υπήρξε, ένας από τους επιφανέστερους Έλληνες λόγιους, ο ιστοριοδίφης Ανδρέας Μουστοξύδης.
Σπυρίδων  Λάμπρος
 Απ’ αυτού του βρεφικού λίκνου – σημειώνει ο Σπ. Καλιάφας– και καθ’ άπαντα αυτού τον βίον «ευτύχησεν να ζει εν περιβάλλοντι εις άκρον ευπαιδεύτω». Στην Αθήνα διδάχτηκε κατ’ οίκον τα μαθήματα του Ελληνικού Σχολείου και τα γυμνασιακά του στο Β΄ Γυμνάσιο Αθηνών, από το 1863 μέχρι το 1867. Τις πανεπιστημιακές του σπουδές τις περάτωσε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1867 μέχρι το 1871. Στη συνέχεια πήγε στη Λειψία, όπου στις 25 Ιουλίου του 1873 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Στη σχολή αυτή παρέμεινε για 2 ακόμη χρόνια, επισκεπτόμενος, πάντα για έρευνες το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Βιέννη. Από τη νεανική του ηλικία την οποία πέρασε χωρίς στερήσεις και θλίψεις εκπαιδεύτηκε άριστα και με κάθε άνεση, ώστε όχι μόνο εγκυκλοπαιδική και επιστημονική θωράκιση απέκτησε αλλά και 4 ξένες γλώσσες έμαθε. Την Ιταλικήν, Γαλλικήν, Γερμανικήν και Αγγλικήν, τις οποίες μιλούσε και έγραφε άπταιστα.
Εννιά χρόνια από την απόκτηση του διδακτορικού του διπλώματος, το 1882, διορίστηκε Γενικός Επιθεωρητής των δημοτικών σχολείων, θέση από την οποία αναγκάστηκε να παραιτηθεί το 1885 και να ιδιωτεύσει για δύο χρόνια μέχρι το 1887 (στις 30 Ιανουαρίου) οπότε διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της Γενικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1890 τακτικός καθηγητής στο ίδιο μάθημα.
Στα χρόνια που ιδιώτευε πήγε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Ολλανδίας, Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και στο Άγιο Όρος για μελέτη και καταγραφή χειρογράφων και άλλων ιστορικών πηγών. Ακόμα για τον ίδιο σκοπό πήγε στη Σμύρνη, τα Ιεροσόλυμα, το Κάιρο και όλα αυτά αδαπάνως διά το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς σημειώνει ο Ευάγγελος Φωτιάδης σε ομιλία του στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 7 Μαρτίου 1960. Είπε τότε χαρακτηριστικά: «Εάν δε αποβλέψη τις εις τον όγκον των δαπανών της συλλογής του υλικού και της δημοσιεύσεως τοσούτων συγγραμμάτων επί τοσαύτα έτη, δεν θα διστάσει να ομολογήση ότι ουδείς Έλλην λόγιος εδαπάνησε υπέρ της εθνικής ωφελείας, ουδέ κατά προσέγγισιν τοσαύτα εκ της ιδίας περιουσίας, όσα αυτός».
Για να λάβουμε ελάχιστη ιδέα των κόπων και των μελετών του για τα πάνω από 500 συγγράματα και μελέτες του, αρκεί να υπολογίσουμε ότι για την συγγραφή μόνο του έργου του «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά» συγκέντρωσε το υλικό από 101 Ελληνικές και κυρίως ξένες βιβλιοθήκες (κοίτα Νέος Ελληνομνήμων, Τομ. ΙΔ σελ. 1300).
Υπήρξε άριστος οικογενειάρχης. Παντρεύτηκε στις 10 Οκτωβρίου 1880 την Άννα Μπαλάνου, κόρη του δικηγόρου και βουλευτή Αριστείδη Μπαλάνου, από την ιστορική Γιαννιώτικη οικογένεια των Μπαλάνων και απόκτησε δύο κόρες, την Χαρίκλεια Κ. Μαλάμου και την Λίνα Παναγή Τσαλδάρη.
Εκλέχτηκε 2 φορές κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής (1893-94 και 1912-13) και δύο φορές Πρύτανης. Πρωτεργάτης της ιδρύσεως της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, ισόβιος εταίρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, του Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, της Λαογραφικής και Γεωγραφικής Εταιρείας και σχεδόν όλων των σπουδαιότερων κοινωφελών σωματείων της Ελλάδος. Ακόμα και στο εξωτερικό εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας του Βερολίνου, της Βαρκελώνης, της Ρώμης, του Μονάχου, της Μαδρίτης, της Κων/λεως, της Πετρουπόλεως και πολλών άλλων σωματείων.
Του έχουν απονεμηθεί πάρα πολλά παράσημα από πολλά ξένα κράτη και ποτέ του δεν αναμείχθηκε στα πολιτικά.
Επιστολή με την υπογραφή του

Το 1916, όταν η πατρίδα μας βρίσκονταν σε δεινή θέση από τις δυνάμεις που πολεμούσαν τότε τη Γερμανία, κλήθηκε από τον Βασιλέα να σχηματίσει ακομμάτιστη κυβέρνηση, εντολή την οποία ανέλαβε με μεγάλη προθυμία και θάρρος παρωθούμενος από τη μεγάλη του αγάπη για την Πατρίδα και μόνο. Η κυβέρνηση αυτή από την ημέρα του σχηματισμού της, 27 Σεπτεμβρίου 1916 μέχρι την 21 Απριλίου 1917 που παραιτήθηκε, αντιμετώπισε λυσσαλέα επίθεση από το εξωτερικό και το εσωτερικό. Λίγες εβδομάδες μετά την παραίτηση της κυβερνήσεως του Λάμπρου, ακολούθησε και επανήλθε από τη Θεσσαλονίκη ο Ελ. Βενιζέλος. Τότε ως γνωστόν κορυφώθηκε ο εθνικός διχασμός. Πρώτος που διώχτηκε ήταν ο σεμνός εργάτης του πνεύματος, ο ακάματος ερευνητής, ο αγνός πατριώτης, ο Σπυρίδων Λάμπρος, που εκτοπίστηκε αρχικά στην Ύδρα και στη συνέχεια εξορίστηκε στη Σκόπελο που έζησε κάτω από άθλιες συνθήκες, από τις 21 Ιανουαρίου 1918 μέχρι τις 20 Μαρτίου 1919.
Στον τόπο του μαρτυρίου του προσβλήθηκε από βαρύτατη πνευμονία και σώθηκε χάρη στις φροντίδες του γιατρού Γουνελίδη, που ήταν συνεξόριστος μαζί του, και της δευτερότοκης κόρης του καθώς και της συζύγου του φυσικά, που έγκαιρα έσπευσε εκεί. Μετά την πνευμονία αναπτύχθηκε δυστυχώς νεφρίτιδα η οποία τότε ήταν ανίατος και υπόσκαψε τελείως την υγεία του. Δεινώς πάσχων μεταφέρθηκε φρουρούμενος στην Αθήνα για ανάκριση για τις βαρύτατες κατηγορίες που του είχαν συσσωρεύσει, επειδή όμως η υγεία του δεν το επέτρεπε τον άφησαν να παραμείνει στο σπίτι του στην Κηφισιά φρουρούμενος υπό στρατιωτικού τμήματος, όπου τελικά απεβίωσε την 23 Ιουλίου 1919. Οι τότε κρατούντες απαγόρευσαν να εκφωνηθούν επικήδειοι λόγοι και να ακολουθήσουν την εκφορά του στο νεκροταφείο. Με έκπληξη όμως είδαν ότι μεγάλο πλήθος λαού των Αθηνών δεν έλαβε υπόψη του τις απαγορεύσεις και ακολούθησε με σεβασμό και αγάπη τη σορό, του σοφού και φιλοπάτριδα Λάμπρου, όπως μας βεβαιώνει ο μαθητής του Ανδρέας Σκιάς.
Ο Σπυρίδων Λάμπρος στον τόπο καταγωγής του
τους Καλαρρύτες

Ο θάνατος του Λάμπρου ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής εμπάθειας κατά την
τριετίαν 1917-20. Ο Λάμπρος όμως έφυγε από τον κόσμο ετούτο άσπιλος και αμόλυντος, παρά τις συκοφαντίες εμπαθών κατηγόρων του που ήθελαν να του προσδώσουν τον τίτλο του προδότου. Οι συκοφάντες του Λάμπρου ετάφησαν στη διαδρομή των ετών μαζί με τις συκοφαντίες τους. Ο Λάμπρος όμως με το πολυσήμαντο και τεράστιο έργο του είναι πάντοτε παρών για να μας διδάσκει ιστορία, ευπρέπεια, πατριωτισμό, τιμιότητα, ανεξικακία και μετριοφροσύνη.
Στη διάρκεια της ζωής του ο μεγάλος αυτός δάσκαλος και πατριώτης μεριμνούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα Ηπειρωτικά ζητήματα. Γιατί ο ίδιος από νεαράς ηλικίας τον εαυτό του τον θεωρούσε Ηπειρώτη. Από ηλικίας 15 ετών σε ποίημα του έγραφε: «Είμαι παις και εγώ ω παρθένος. Αλλά παις της φίλτατης Ηπείρου δούλης χώρας παις δουλωμένος». Και τις φροντίδες του τις αέναες για τα Ηπειρωτικά θέματα και τους ανθρώπους της που ζούσαν στην Αθήνα τις εξεδήλωνε έμπρακτα σε κάθε ευκαιρία. Αλλά και οι Ηπειρώτες απανταχού της γης προς αυτόν ατένιζαν και απ’ αυτόν προσδοκούσαν. Να πως εδήλωσε έμμετρα ο πονεμένος κοντοχωριανός του, Συρρακιώτης ποιητής Κ. Κρυστάλλης σε μια ονομαστική γιορτή του. «Πόσοι μεγάλοι φίλοι σου σήμερα θε ναρθούνε για τη γιορτή Σου γκαρδιακαίς ευχές να σ’ ευχηθούνε σ’ όλαις αυταίς ανάμεσα και γω μια θα Σου πω, μια ροδομύριστη ευχή σε τραγουδιού σκοπό» κ.λ.π.
Σε φιλοπατρία και αγάπη προς την πόλη των Ιωαννίνων δεν υστέρησαν κι οι δύο θυγατέρες του η Λίνα Παναγή Τσαλδάρη, που ήταν βοηθός του πατέρα της στις έρευνες και τις επιστημονικές εργασίες του, την οποία αποκαλούσε «τρυφεράν και παρήγορον συνοδόν, του πρεσβύτου πατρός εν ταις πικραίες ημέραις» και η Χαρίκλεια Μαλάμου, οι οποίες πρόσφεραν την τεράστια και ανεκτίμητη βιβλιοθήκη του πατέρα τους στην πόλη των Ιωαννίνων. Με την προσφορά τους αυτή συνετέλεσαν στην ίδρυση του Πανεπιστημίου στην πόλη μας και αποτελεί πλούτον ανεκτίμητον για τη σπουδάζουσα νεολαία.
Η βιβλιοθήκη του Σπ. Λάμπρου βρίσκεται σε ιδιαίτερη αίθουσα της Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης και είναι προσβάσιμη σε μελέτες και ερευνητές. Στην καρτελοθήκη της Βιβλιοθήκης, μπορεί άνετα κάθε αναγνώστης να ανεύρει αυτό που τον ενδιαφέρει, ανάμεσα από τον πολύ μεγάλο αριθμό των δωρηθέντων συγγραμάτων του Λάμπρου και να το μελετήσει.
Θα ήταν αρκετά δύσκολο να καταχωρήσουμε εδώ όλα τα έργα του Σπυρίδωνος Λάμπρου. Αρκεί να αναφέρουμε ότι στα 53 χρόνια της συγγραφικής του θητείας άφησε 479 έργα και πραγματείες. Πλήρης καταγραφή τους βρίσκεται στο περιοδικό «ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ» τόμος ΙΔ΄ του 1920.
Έδωσε επίσης συνολικά 188 ομιλίες και διαλέξεις. Ένα άλλο πλήθος μελετημάτων έχουν καταχωρηθεί στο Περιοδικό «ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ» που συνέτασσε ο ίδιος και που αριθμεί 21 τόμους 1904-1929 (οι μετά το 1919 τόμοι εκδόθηκαν με τη φροντίδα της χήρας του και της κόρης του).
Ο ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ είναι ένας σπάνιος εκδοτικός και επιστημονικός άθλος του ΛΑΜΠΡΟΥ και φυσικά θα τελειώσω τη μικρή μου αυτή αναδρομή στον μεγάλο Καλαρρυτινό και τον Πανέλληνα Ηπειρώτη, που αναλώθηκε όσο λίγοι στην υπηρεσία των γραμμάτων και της Επιστήμης, ότι με ευγνωμοσύνη πρέπει να στρέφεται το Έθνος προς αυτόν και ότι η μνήμη του θα πρέπει να μένει πάντα εγχάρακτος στις σελίδες της Ελληνικής ιστοριογραφίας.

1 σχόλιο: